- χειρογάστωρ
- -ορος, ὁ, Α1. ο χειροβίωτος*, ο βιοπαλαιστής2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσο-γάστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.